10

ἱστήκεισαν / εἱστήκεισαν δὲ οἱ ἀρχιερεῖς καὶ οἱ γραμματεῖς εὐτόνως κατηγοροῦντες αὐτοῦ.

Nestle-Aland 28th
And the chief priests and scribes stood and vehemently accused him. (KJV)
# Greek MAC & POS Definition
2476 ἵστημι
V-LAI-3P
to make to stand, to stand
1161 δέ
CONJ
but, and, now, (a connective or adversative particle)
3588 ὁ, ἡ, τό
T-NPM
the
749 ἀρχιερεύς, έως, ὁ
N-NPM
high priest
2532 καί
CONJ
and, even, also
1122 γραμματεύς, έως, ὁ
N-NPM
a writer, scribe
2159 εὐτόνως
ADV
in a well-strung manner, vigorously
2723 κατηγορέω
V-PAP-NPM
to make accusation
846 αὐτός, αὐτή, αὐτό
P-GSM
(1) self (emphatic) (2) he, she, it (used for the third person pronoun) (3) the same

version verse
Berean Greek NT 2016 Εἱστήκεισαν δὲ οἱ ἀρχιερεῖς καὶ οἱ γραμματεῖς εὐτόνως κατηγοροῦντες αὐτοῦ.
SBL Greek NT 2010 εἱστήκεισαν δὲ οἱ ἀρχιερεῖς καὶ οἱ γραμματεῖς εὐτόνως κατηγοροῦντες αὐτοῦ.
Nestle Greek NT 1904 εἱστήκεισαν δὲ οἱ ἀρχιερεῖς καὶ οἱ γραμματεῖς εὐτόνως κατηγοροῦντες αὐτοῦ.
Westcott & Hort 1881 ἱστήκεισαν δὲ οἱ ἀρχιερεῖς καὶ οἱ γραμματεῖς εὐτόνως κατηγοροῦντες αὐτοῦ.
Nestle-Aland 27th ἱστήκεισαν / εἱστήκεισαν δὲ οἱ ἀρχιερεῖς καὶ οἱ γραμματεῖς εὐτόνως κατηγοροῦντες αὐτοῦ.
Nestle-Aland 28th ἱστήκεισαν / εἱστήκεισαν δὲ οἱ ἀρχιερεῖς καὶ οἱ γραμματεῖς εὐτόνως κατηγοροῦντες αὐτοῦ.
RP Byzantine Majority Text 2005 Εἱστήκεισαν δὲ οἱ ἀρχιερεῖς καὶ οἱ γραμματεῖς, εὐτόνως κατηγοροῦντες αὐτοῦ.
Greek Orthodox Church 1904 εἱστήκεισαν δὲ οἱ γραμματεῖς καὶ οἱ ἀρχιερεῖς ἐντόνως κατηγοροῦντες αὐτοῦ.
Tiechendorf 8th Edition 1872 εἱστήκεισαν δὲ οἱ ἀρχιερεῖς καὶ οἱ γραμματεῖς εὐτόνως κατηγοροῦντες αὐτοῦ.
Scrivener's Textus Receptus 1894 εἱστήκεισαν δὲ οἱ ἀρχιερεῖς καὶ οἱ γραμματεῖς, εὐτόνως κατηγοροῦντες αὐτοῦ.
Sthephanus Textus Receptus 1550 εἱστήκεισαν δὲ οἱ ἀρχιερεῖς καὶ οἱ γραμματεῖς εὐτόνως κατηγοροῦντες αὐτοῦ
Beza Greek NT 1598 Εἱστήκεισαν δὲ οἱ Ἀρχιερεῖς καὶ οἱ Γραμματεῖς, εὐτόνως κατηγοροῦντες αὐτοῦ.