1
A psalm of Asaph.
ψαλμος τω ασαφ ως αγαθος τω ισραηλ ο θεος τοις ευθεσι τη καρδια
ִזְמ֗וֹר לְאָ֫סָ֥ף אַ֤ךְ ט֭וֹב לְיִשְׂרָאֵ֥ל אֱלֹהִ֗ים לְבָרֵ֥י לֵבָֽב׃
Truly God is good to Israel, even to such as are of a clean heart.
2 εμου δε παρα μικρον εσαλευθησαν οι ποδες παρ ολιγον εξεχυθη τα διαβηματα μου
ַאֲנִ֗י כִּ֭מְעַט *נטוי **נָטָ֣יוּ רַגְלָ֑י כְּ֝אַ֗יִן *שפכה **שֻׁפְּכ֥וּ אֲשֻׁרָֽי׃
But as for me, my feet were almost gone; my steps had well nigh slipped.
3 οτι εζηλωσα επι τοις ανομοις ειρηνην αμαρτωλων θεωρων
ִּֽי־קִ֭נֵּאתִי בַּֽהוֹלְלִ֑ים שְׁל֖וֹם רְשָׁעִ֣ים אֶרְאֶֽה׃
For I was envious at the foolish, when I saw the prosperity of the wicked.
4 οτι ουκ εστιν ανανευσις τω θανατω αυτων και στερεωμα εν τη μαστιγι αυτων
ִּ֤י אֵ֖ין חַרְצֻבּ֥וֹת לְמוֹתָ֗ם וּבָרִ֥יא אוּלָֽם׃
For there are no bands in their death: but their strength is firm.
5 εν κοποις ανθρωπων ουκ εισιν και μετα ανθρωπων ου μαστιγωθησονται
ַּעֲמַ֣ל אֱנ֣וֹשׁ אֵינֵ֑מוֹ וְעִם־אָ֝דָ֗ם לֹ֣א יְנֻגָּֽעוּ׃
They are not in trouble as other men; neither are they plagued like other men.
6 δια τουτο εκρατησεν αυτους η υπερηφανια περιεβαλοντο αδικιαν και ασεβειαν αυτων
ָ֭כֵן עֲנָקַ֣תְמוֹ גַאֲוָ֑ה יַעֲטָף־שִׁ֝֗ית חָמָ֥ס לָֽמוֹ׃
Therefore pride compasses them about as a chain; violence covers them as a garment.
7 εξελευσεται ως εκ στεατος η αδικια αυτων διηλθοσαν εις διαθεσιν καρδιας
ָ֭צָא מֵחֵ֣לֶב עֵינֵ֑מוֹ עָ֝בְר֗וּ מַשְׂכִּיּ֥וֹת לֵבָֽב׃
Their eyes stand out with fatness: they have more than heart could wish.
8 διενοηθησαν και ελαλησαν εν πονηρια αδικιαν εις το υψος ελαλησαν
ָמִ֤יקוּ ׀ וִידַבְּר֣וּ בְרָ֣ע עֹ֑שֶׁק מִמָּר֥וֹם יְדַבֵּֽרוּ׃
They are corrupt, and speak wickedly concerning oppression: they speak loftily.
9 εθεντο εις ουρανον το στομα αυτων και η γλωσσα αυτων διηλθεν επι της γης
ַׁתּ֣וּ בַשָּׁמַ֣יִם פִּיהֶ֑ם וּ֝לְשׁוֹנָ֗ם תִּֽהֲלַ֥ךְ בָּאָֽרֶץ׃
They set their mouth against the heavens, and their tongue walks through the earth.
10 δια τουτο επιστρεψει ο λαος μου ενταυθα και ημεραι πληρεις ευρεθησονται αυτοις
ָכֵ֤ן ׀ *ישיב **יָשׁ֣וּב עַמּ֣וֹ הֲלֹ֑ם וּמֵ֥י מָ֝לֵ֗א יִמָּ֥צוּ לָֽמוֹ׃
Therefore his people return here: and waters of a full cup are wrung out to them.
11 και ειπαν πως εγνω ο θεος και ει εστιν γνωσις εν τω υψιστω
ְֽאָמְר֗וּ אֵיכָ֥ה יָדַֽע־אֵ֑ל וְיֵ֖שׁ דֵּעָ֣ה בְעֶלְיֽוֹן׃
And they say, How does God know? and is there knowledge in the most High?
12 ιδου ουτοι αμαρτωλοι και ευθηνουνται εις τον αιωνα κατεσχον πλουτου
ִנֵּה־אֵ֥לֶּה רְשָׁעִ֑ים וְשַׁלְוֵ֥י ע֝וֹלָ֗ם הִשְׂגּוּ־חָֽיִל׃
Behold, these are the ungodly, who prosper in the world; they increase in riches.
13 και ειπα αρα ματαιως εδικαιωσα την καρδιαν μου και ενιψαμην εν αθωοις τας χειρας μου
ַךְ־רִ֭יק זִכִּ֣יתִי לְבָבִ֑י וָאֶרְחַ֖ץ בְּנִקָּי֣וֹן כַּפָּֽי׃
Verily I have cleansed my heart in vain, and washed my hands in innocence.
14 και εγενομην μεμαστιγωμενος ολην την ημεραν και ο ελεγχος μου εις τας πρωιας
ָאֱהִ֣י נָ֭גוּעַ כָּל־הַיּ֑וֹם וְ֝תוֹכַחְתִּ֗י לַבְּקָרִֽים׃
For all the day long have I been plagued, and chastened every morning.
15 ει ελεγον διηγησομαι ουτως ιδου τη γενεα των υιων σου ησυνθετηκα
ִם־אָ֭מַרְתִּי אֲסַפְּרָ֥ה כְמ֑וֹ הִנֵּ֤ה ד֭וֹר בָּנֶ֣יךָ בָגָֽדְתִּי׃
If I say, I will speak thus; behold, I should offend against the generation of your children.
16 και υπελαβον του γνωναι τουτο κοπος εστιν εναντιον μου
ָֽ֭אֲחַשְּׁבָה לָדַ֣עַת זֹ֑את עָמָ֖ל *היא **ה֣וּא בְעֵינָֽי׃
When I thought to know this, it was too painful for me;
17 εως εισελθω εις το αγιαστηριον του θεου και συνω εις τα εσχατα αυτων
ַד־אָ֭בוֹא אֶל־מִקְדְּשֵׁי־אֵ֑ל אָ֝בִ֗ינָה לְאַחֲרִיתָֽם׃
Until I went into the sanctuary of God; then understood I their end.
18 πλην δια τας δολιοτητας εθου αυτοις κατεβαλες αυτους εν τω επαρθηναι
ַ֣ךְ בַּ֭חֲלָקוֹת תָּשִׁ֣ית לָ֑מוֹ הִ֝פַּלְתָּ֗ם לְמַשּׁוּאֽוֹת׃
Surely you did set them in slippery places: you casted them down into destruction.
19 πως εγενοντο εις ερημωσιν εξαπινα εξελιπον απωλοντο δια την ανομιαν αυτων
ֵ֤יךְ הָי֣וּ לְשַׁמָּ֣ה כְרָ֑גַע סָ֥פוּ תַ֝֗מּוּ מִן־בַּלָּהֽוֹת׃
How are they brought into desolation, as in a moment! they are utterly consumed with terrors.
20 ωσει ενυπνιον εξεγειρομενου κυριε εν τη πολει σου την εικονα αυτων εξουδενωσεις
ַּחֲל֥וֹם מֵהָקִ֑יץ אֲ֝דֹנָי בָּעִ֤יר ׀ צַלְמָ֬ם תִּבְזֶֽה׃
As a dream when one awakes; so, O Lord, when you awake, you shall despise their image.
21 οτι εξεκαυθη η καρδια μου και οι νεφροι μου ηλλοιωθησαν
ִּ֭י יִתְחַמֵּ֣ץ לְבָבִ֑י וְ֝כִלְיוֹתַ֗י אֶשְׁתּוֹנָֽן׃
Thus my heart was grieved, and I was pricked in my reins.
22 και εγω εξουδενωμενος και ουκ εγνων κτηνωδης εγενομην παρα σοι
ַאֲנִי־בַ֭עַר וְלֹ֣א אֵדָ֑ע בְּ֝הֵמ֗וֹת הָיִ֥יתִי עִמָּֽךְ׃
So foolish was I, and ignorant: I was as a beast before you.
23 και εγω δια παντος μετα σου εκρατησας της χειρος της δεξιας μου
ַאֲנִ֣י תָמִ֣יד עִמָּ֑ךְ אָ֝חַ֗זְתָּ בְּיַד־יְמִינִֽי׃
Nevertheless I am continually with you: you have held me by my right hand.
24 εν τη βουλη σου ωδηγησας με και μετα δοξης προσελαβου με
ַּעֲצָתְךָ֥ תַנְחֵ֑נִי וְ֝אַחַ֗ר כָּב֥וֹד תִּקָּחֵֽנִי׃
You shall guide me with your counsel, and afterward receive me to glory.
25 τι γαρ μοι υπαρχει εν τω ουρανω και παρα σου τι ηθελησα επι της γης
ִי־לִ֥י בַשָּׁמָ֑יִם וְ֝עִמְּךָ֗ לֹא־חָפַ֥צְתִּי בָאָֽרֶץ׃
Whom have I in heaven but you? and there is none upon earth that I desire beside you.
26 εξελιπεν η καρδια μου και η σαρξ μου ο θεος της καρδιας μου και η μερις μου ο θεος εις τον αιωνα
ָּלָ֥ה שְׁאֵרִ֗י וּלְבָ֫בִ֥י צוּר־לְבָבִ֥י וְחֶלְקִ֗י אֱלֹהִ֥ים לְעוֹלָֽם׃
My flesh and my heart fails: but God is the strength of my heart, and my portion for ever.
27 οτι ιδου οι μακρυνοντες εαυτους απο σου απολουνται εξωλεθρευσας παντα τον πορνευοντα απο σου
ִּֽי־הִנֵּ֣ה רְחֵקֶ֣יךָ יֹאבֵ֑דוּ הִ֝צְמַ֗תָּה כָּל־זוֹנֶ֥ה מִמֶּֽךָּ׃
For, lo, they that are far from you shall perish: you have destroyed all them that go a whoring from you.
28 εμοι δε το προσκολλασθαι τω θεω αγαθον εστιν τιθεσθαι εν τω κυριω την ελπιδα μου του εξαγγειλαι πασας τας αινεσεις σου εν ταις πυλαις της θυγατρος σιων
ַאֲנִ֤י ׀ קִֽרֲבַ֥ת אֱלֹהִ֗ים לִ֫י־ט֥וֹב שַׁתִּ֤י ׀ בַּאדֹנָ֣י יְהֹוִ֣ה מַחְסִ֑י לְ֝סַפֵּ֗ר כָּל־מַלְאֲכוֹתֶֽיךָ׃
But it is good for me to draw near to God: I have put my trust in the Lord GOD, that I may declare all your works.