1
The End Times
και εν τω καιρω εκεινω αναστησεται μιχαηλ ο αρχων ο μεγας ο εστηκως επι τους υιους του λαου σου και εσται καιρος θλιψεως θλιψις οια ου γεγονεν αφ ου γεγενηται εθνος επι της γης εως του καιρου εκεινου και εν τω καιρω εκεινω σωθησεται ο λαος σου πας ο ευρεθεις γεγραμμενος εν τη βιβλω
ּבָעֵ֣ת הַהִיא֩ יַעֲמֹ֨ד מִֽיכָאֵ֜ל הַשַּׂ֣ר הַגָּד֗וֹל הָעֹמֵד֮ עַל־בְּנֵ֣י עַמֶּךָ֒ וְהָיְתָה֙ עֵ֣ת צָרָ֔ה אֲשֶׁ֤ר לֹֽא־נִהְיְתָה֙ מִֽהְי֣וֹת גּ֔וֹי עַ֖ד הָעֵ֣ת הַהִ֑יא וּבָעֵ֤ת הַהִיא֙ יִמָּלֵ֣ט עַמְּךָ֔ כָּל־הַנִּמְצָ֖א כָּת֥וּב בַּסֵּֽפֶר׃
And at that time shall Michael stand up, the great prince which stands for the children of your people: and there shall be a time of trouble, such as never was since there was a nation even to that same time: and at that time your people shall be delivered, every one that shall be found written in the book.
2 και πολλοι των καθευδοντων εν γης χωματι εξεγερθησονται ουτοι εις ζωην αιωνιον και ουτοι εις ονειδισμον και εις αισχυνην αιωνιον
ְרַבִּ֕ים מִיְּשֵׁנֵ֥י אַדְמַת־עָפָ֖ר יָקִ֑יצוּ אֵ֚לֶּה לְחַיֵּ֣י עוֹלָ֔ם וְאֵ֥לֶּה לַחֲרָפ֖וֹת לְדִרְא֥וֹן עוֹלָֽם׃ ס
And many of them that sleep in the dust of the earth shall awake, some to everlasting life, and some to shame and everlasting contempt.
3 και οι συνιεντες εκλαμψουσιν ως η λαμπροτης του στερεωματος και απο των δικαιων των πολλων ως οι αστερες εις τους αιωνας και ετι
ְהַ֨מַּשְׂכִּלִ֔ים יַזְהִ֖רוּ כְּזֹ֣הַר הָרָקִ֑יעַ וּמַצְדִּיקֵי֙ הָֽרַבִּ֔ים כַּכּוֹכָבִ֖ים לְעוֹלָ֥ם וָעֶֽד׃ פ
And they that be wise shall shine as the brightness of the firmament; and they that turn many to righteousness as the stars for ever and ever.
4 και συ δανιηλ εμφραξον τους λογους και σφραγισον το βιβλιον εως καιρου συντελειας εως διδαχθωσιν πολλοι και πληθυνθη η γνωσις
ְאַתָּ֣ה דָֽנִיֵּ֗אל סְתֹ֧ם הַדְּבָרִ֛ים וַחֲתֹ֥ם הַסֵּ֖פֶר עַד־עֵ֣ת קֵ֑ץ יְשֹׁטְט֥וּ רַבִּ֖ים וְתִרְבֶּ֥ה הַדָּֽעַת׃
But you, O Daniel, shut up the words, and seal the book, even to the time of the end: many shall run back and forth, and knowledge shall be increased.
5 και ειδον εγω δανιηλ και ιδου δυο ετεροι ειστηκεισαν εις εντευθεν του χειλους του ποταμου και εις εντευθεν του χειλους του ποταμου
ְרָאִ֙יתִי֙ אֲנִ֣י דָנִיֵּ֔אל וְהִנֵּ֛ה שְׁנַ֥יִם אֲחֵרִ֖ים עֹמְדִ֑ים אֶחָ֥ד הֵ֙נָּה֙ לִשְׂפַ֣ת הַיְאֹ֔ר וְאֶחָ֥ד הֵ֖נָּה לִשְׂפַ֥ת הַיְאֹֽר׃
Then I Daniel looked, and, behold, there stood other two, the one on this side of the bank of the river, and the other on that side of the bank of the river.
6 και ειπεν τω ανδρι τω ενδεδυμενω τα βαδδιν ος ην επανω του υδατος του ποταμου εως ποτε το περας ων ειρηκας των θαυμασιων
ַיֹּ֗אמֶר לָאִישׁ֙ לְב֣וּשׁ הַבַּדִּ֔ים אֲשֶׁ֥ר מִמַּ֖עַל לְמֵימֵ֣י הַיְאֹ֑ר עַד־מָתַ֖י קֵ֥ץ הַפְּלָאֽוֹת׃
And one said to the man clothed in linen, which was upon the waters of the river, How long shall it be to the end of these wonders?
7 και ηκουσα του ανδρος του ενδεδυμενου τα βαδδιν ος ην επανω του υδατος του ποταμου και υψωσεν την δεξιαν αυτου και την αριστεραν αυτου εις τον ουρανον και ωμοσεν εν τω ζωντι τον αιωνα οτι εις καιρον καιρων και ημισυ καιρου εν τω συντελεσθηναι διασκορπισμον χειρος λαου ηγιασμενου γνωσονται παντα ταυτα
ָאֶשְׁמַ֞ע אֶת־הָאִ֣ישׁ ׀ לְב֣וּשׁ הַבַּדִּ֗ים אֲשֶׁ֣ר מִמַּעַל֮ לְמֵימֵ֣י הַיְאֹר֒ וַיָּ֨רֶם יְמִינ֤וֹ וּשְׂמֹאלוֹ֙ אֶל־הַשָּׁמַ֔יִם וַיִּשָּׁבַ֖ע בְּחֵ֣י הָעוֹלָ֑ם כִּי֩ לְמוֹעֵ֨ד מֽוֹעֲדִ֜ים וָחֵ֗צִי וּכְכַלּ֛וֹת נַפֵּ֥ץ יַד־עַם־קֹ֖דֶשׁ תִּכְלֶ֥ינָה כָל־אֵֽלֶּה׃
And I heard the man clothed in linen, which was upon the waters of the river, when he held up his right hand and his left hand unto heaven, and swore by him that lives for ever that it shall be for a time, times, and an half; and when he shall have accomplished to scatter the power of the holy people, all these things shall be finished.
8 και εγω ηκουσα και ου συνηκα και ειπα κυριε τι τα εσχατα τουτων
ַאֲנִ֥י שָׁמַ֖עְתִּי וְלֹ֣א אָבִ֑ין וָאֹ֣מְרָ֔ה אֲדֹנִ֕י מָ֥ה אַחֲרִ֖ית אֵֽלֶּה׃ פ
And I heard, but I understood not: then said I, O my Lord, what shall be the end of these things?
9 και ειπεν δευρο δανιηλ οτι εμπεφραγμενοι και εσφραγισμενοι οι λογοι εως καιρου περας
ַיֹּ֖אמֶר לֵ֣ךְ דָּנִיֵּ֑אל כִּֽי־סְתֻמִ֧ים וַחֲתֻמִ֛ים הַדְּבָרִ֖ים עַד־עֵ֥ת קֵֽץ׃
And he said, Go your way, Daniel: for the words are closed up and sealed till the time of the end.
10 εκλεγωσιν και εκλευκανθωσιν και πυρωθωσιν πολλοι και ανομησωσιν ανομοι και ου συνησουσιν παντες ανομοι και οι νοημονες συνησουσιν
ִ֠תְבָּֽרֲרוּ וְיִֽתְלַבְּנ֤וּ וְיִצָּֽרְפוּ֙ רַבִּ֔ים וְהִרְשִׁ֣יעוּ רְשָׁעִ֔ים וְלֹ֥א יָבִ֖ינוּ כָּל־רְשָׁעִ֑ים וְהַמַּשְׂכִּלִ֖ים יָבִֽינוּ׃
Many shall be purified, and made white, and tried; but the wicked shall do wickedly: and none of the wicked shall understand; but the wise shall understand.
11 και απο καιρου παραλλαξεως του ενδελεχισμου και του δοθηναι βδελυγμα ερημωσεως ημεραι χιλιαι διακοσιαι ενενηκοντα
ּמֵעֵת֙ הוּסַ֣ר הַתָּמִ֔יד וְלָתֵ֖ת שִׁקּ֣וּץ שֹׁמֵ֑ם יָמִ֕ים אֶ֖לֶף מָאתַ֥יִם וְתִשְׁעִֽים׃
And from the time that the daily sacrifice shall be taken away, and the abomination that makes desolate set up, there shall be a thousand two hundred and ninety days.
12 μακαριος ο υπομενων και φθασας εις ημερας χιλιας τριακοσιας τριακοντα πεντε
ַשְׁרֵ֥י הַֽמְחַכֶּ֖ה וְיַגִּ֑יעַ לְיָמִ֕ים אֶ֕לֶף שְׁלֹ֥שׁ מֵא֖וֹת שְׁלֹשִׁ֥ים וַחֲמִשָּֽׁה׃
Blessed is he that waits, and comes to the thousand three hundred and five and thirty days.
13 και συ δευρο και αναπαυου ετι γαρ ημεραι εις αναπληρωσιν συντελειας και αναστηση εις τον κληρον σου εις συντελειαν ημερων
ְאַתָּ֖ה לֵ֣ךְ לַקֵּ֑ץ וְתָנ֛וּחַ וְתַעֲמֹ֥ד לְגֹרָלְךָ֖ לְקֵ֥ץ הַיָּמִֽין׃
But go you your way till the end be: for you shall rest, and stand in your lot at the end of the days.